τζαγκουρνίζω

τζαγκουρνίζω
Ν
βλ. τσουγγρανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζαγκουρνομαδειούμαι — Ν (για κάποιον που θρηνεί) γρατζουνίζομαι και ταυτοχρόνως τραβώ τις τρίχες τού κεφαλιού μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαγκουρνίζω + μαδειούμαι] …   Dictionary of Greek

  • τσουγγρανίζω — και τσουγκρανίζω και τζουγγρανίζω και τζουγκρανίζω και τσαγ Υρουνίζω και τσαγκρουνίζω και τζαγκουρνίζω και ζουγκρανίζω Ν 1. καθαρίζω με την τσουγγράνα 2. γρατσουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρατσουνίζω / γρατσουνώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”